- καρτερόχειρ
- καρτερόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)αυτὸς που έχει δυνατά χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + χείρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρτερόχειρ — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόχειρος — καρτερόχειρ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek